ἀδείμαντος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(SL_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰδείμαντος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fearless]], of Herakles ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος (N. 10.17) τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα (I. 1.12)
|sltr=<b>ᾰδείμαντος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fearless]], of Herakles ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος (N. 10.17) τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα (I. 1.12)
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀδείμαντος:''' -ον ([[δειμαίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. [[ἀδειμάντως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται [[φόβος]], αυτός που δεν προξενεί φόβο· [[οἰκία]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 17:15, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδείμαντος Medium diacritics: ἀδείμαντος Low diacritics: αδείμαντος Capitals: ΑΔΕΙΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: adeímantos Transliteration B: adeimantos Transliteration C: adeimantos Beta Code: a)dei/mantos

English (LSJ)

ον, (δειμαίνω)

   A fearless, dauntless, Pi.N.10.17, etc.; ἦλθ' ἀ. ποδί E.Rh.697: c. gen., ἐμαυτῆς ἀ. without fear for myself, A.Pers.162. Adv. -τως Id.Ch.771.    2 where no fear is, οἰκία Luc.Philops.31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδείμαντος: -ον, (δειμαίνω) ἄφοβος, ἀκατάπληκτος, Πινδ. Ν. 10. 30, κτλ.· μ. γεν., ἀδ. ἐμαυτῆς, ἄνευ φόβου περὶ ἐμαυτῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 162: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Χο. 771. 2) ἔνθα οὐδεὶς ἔγκειται φόβος, ὁ μὴ παρέχων φόβον, οἰκία, Λουκ. Φιλόψ. 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne s’effraie pas : ἀδείμαντος ἐμαυτῆς ESCHL sans crainte pour moi-même;
2 où il n’y a rien à craindre.
Étymologie: ἀ, δειμαίνω.

English (Slater)

ᾰδείμαντος
   1 fearless, of Herakles ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος (N. 10.17) τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα (I. 1.12)

Greek Monotonic

ἀδείμαντος: -ον (δειμαίνω),
1. άφοβος, ατρόμητος, σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. ἀδειμάντως, σε Αισχύλ.
2. εκεί όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται φόβος, αυτός που δεν προξενεί φόβο· οἰκία, σε Λουκ.