αἰθυκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[que se lanza violentamente]] σύες Opp.<i>C</i>.2.332, ὄρυξ Opp.<i>C</i>.2.551, φύσαλοι Opp.<i>H</i>.1.368.
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[que se lanza violentamente]] σύες Opp.<i>C</i>.2.332, ὄρυξ Opp.<i>C</i>.2.551, φύσαλοι Opp.<i>H</i>.1.368.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰθυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:27, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθυκτήρ Medium diacritics: αἰθυκτήρ Low diacritics: αιθυκτήρ Capitals: ΑΙΘΥΚΤΗΡ
Transliteration A: aithyktḗr Transliteration B: aithyktēr Transliteration C: aithyktir Beta Code: ai)qukth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A rushing violently, of pigs, Opp.C.2.332; φύσαλοι αἰ. Id.H.1.368.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθυκτήρ: ῆρος, ὁ ὁρμῶν βιαίως διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, βελῶν κτλ. Ὀππ. Κ. 2. 332. Ἀνθ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
impétueux, violent.
Étymologie: αἰθύσσω.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
que se lanza violentamente σύες Opp.C.2.332, ὄρυξ Opp.C.2.551, φύσαλοι Opp.H.1.368.

Greek Monotonic

αἰθυκτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.