ἄκρυπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και -φτος, -η, -ο (Α [[ἄκρυπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν τον έκρυψαν, ο [[φανερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί [[μυστικός]], να κρυφτεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. - <span style="color: red;">+</span> <i>κρυπτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρύπτω]].
|mltxt=και -φτος, -η, -ο (Α [[ἄκρυπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν τον έκρυψαν, ο [[φανερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί [[μυστικός]], να κρυφτεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. - <span style="color: red;">+</span> <i>κρυπτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρύπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄκρυπτος:''' -ον ([[κρύπτω]]), αυτός που δεν έχει κρυφτεί, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρυπτος Medium diacritics: ἄκρυπτος Low diacritics: άκρυπτος Capitals: ΑΚΡΥΠΤΟΣ
Transliteration A: ákryptos Transliteration B: akryptos Transliteration C: akryptos Beta Code: a)kruptos

English (LSJ)

ον,

   A unhidden, E.Andr.834, Aen.Tact.39.6. Adv. -τως Phryn.PSp.11 B.

German (Pape)

[Seite 85] unverdeckt, neben δῆλος Eur. Andr. 836.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἀνδρ. 836. -Ἐπίρρ. -τως, Α. Β. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non caché.
Étymologie: ἀ, κρυπτός.

Spanish (DGE)

-ον
1 no tapado, no escondido, al descubierto παλαίσματα A.Supp.296, βρόχος Aen.Tact.39.6, cf. E.Andr.834.
2 adv. -ως no celadamente Phryn.PS 11.

Greek Monolingual

και -φτος, -η, -ο (Α ἄκρυπτος, -ον)
αυτός που δεν τον έκρυψαν, ο φανερός
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικός, να κρυφτεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. - + κρυπτὸς < κρύπτω.

Greek Monotonic

ἄκρυπτος: -ον (κρύπτω), αυτός που δεν έχει κρυφτεί, σε Ευρ.