ἁμέτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(big3_3)
(2)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἡμέτερος]].
|dgtxt=v. [[ἡμέτερος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁμέτερος:''' Δωρ. αντί [[ἡμέτερος]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 123] dor. = ἡμέτερος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡμέτερος.

English (Slater)

ᾱμέτερος pl. pro sing. =
   1 ἐμός. τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.8) ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας (P. 3.2) ὕμνοι ἁμέτεροι (P. 3.65) “ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέων” (P. 4.110) “ἁμετέρων τοκέων” (P. 4.150) ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα (N. 3.1) ]ς ἁμετέρας ἄπ[ο fr. 59. 8.

Spanish (DGE)

v. ἡμέτερος.

Greek Monotonic

ἁμέτερος: Δωρ. αντί ἡμέτερος.