ἁμέτερος
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
Doric for ἡμέτερος.
Spanish (DGE)
v. ἡμέτερος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡμέτερος.
English (Slater)
ᾱμέτερος pl. pro sing. = ἐμός. τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.8) ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας (P. 3.2) ὕμνοι ἁμέτεροι (P. 3.65) “ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέων” (P. 4.110) “ἁμετέρων τοκέων” (P. 4.150) ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα (N. 3.1) ]ς ἁμετέρας ἄπ[ο fr. 59. 8.
Greek Monotonic
ἁμέτερος: Δωρ. αντί ἡμέτερος.
Russian (Dvoretsky)
ἁμέτερος: (ᾱ) дор. = ἡμέτερος.