ἀκτέα: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκτέα]] και -ῆ, η (Α)<br />το [[φυτό]] Sambucus nigra (κοινώς [[αφροξυλιά]] ή [[κουφοξυλιά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀκτέα]] [[είναι]] άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης<br />η κατάλ. -<i>έα</i> της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα [[φυτών]], όπως: [[ἰτέα]], [[πτελέα]]. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. [[ἀκτέος]]. Από τον ελληνικό όρο [[ἀκτέα]] προήλθε το λατιν. <i>acte</i>, [[καθώς]] και το αρχ. γερμαν. <i>atuh</i>, <i>at</i>(<i>t</i>)<i>ah</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄκτινος]].
|mltxt=[[ἀκτέα]] και -ῆ, η (Α)<br />το [[φυτό]] Sambucus nigra (κοινώς [[αφροξυλιά]] ή [[κουφοξυλιά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀκτέα]] [[είναι]] άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης<br />η κατάλ. -<i>έα</i> της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα [[φυτών]], όπως: [[ἰτέα]], [[πτελέα]]. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. [[ἀκτέος]]. Από τον ελληνικό όρο [[ἀκτέα]] προήλθε το λατιν. <i>acte</i>, [[καθώς]] και το αρχ. γερμαν. <i>atuh</i>, <i>at</i>(<i>t</i>)<i>ah</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄκτινος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκτέα:''' [[ἀκτῆ]], ἡ, [[σαμπούκος]], [[αφροξυλιά]], [[κουφοξυλιά]], σε Λουκ. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτέα Medium diacritics: ἀκτέα Low diacritics: ακτέα Capitals: ΑΚΤΕΑ
Transliteration A: aktéa Transliteration B: aktea Transliteration C: aktea Beta Code: a)kte/a

English (LSJ)

(ἀκταία f.l. in Luc.Trag.71), contr. ἀκτῆ, ἡ,

   A elder-tree, Sambucus nigra, Emp.93, B.8.34, Hp.Nat.Mul.2 (ἀκτῆ), Mul.1.34 (ἀκτέα), Thphr.HP3.13.4, Dsc.4.173.    2 ἀ. ἕλειος, = χαμαιάκτη, deadwort, Sambucus Ebulus, ibid.

German (Pape)

[Seite 86] zsgz. ἀκτῆ, ἡ, Hollunderbaum, sambucus nigra, Luc. Tragodop. 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτέα: «δόρατα, κάμαξ», Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sureau, plante.
Étymologie: DELG orig. inconnue.

Spanish (DGE)

v. ἀκτῆ.

Greek Monolingual

ἀκτέα και -ῆ, η (Α)
το φυτό Sambucus nigra (κοινώς αφροξυλιά ή κουφοξυλιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκτέα είναι άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης
η κατάλ. -έα της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα φυτών, όπως: ἰτέα, πτελέα. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. ἀκτέος. Από τον ελληνικό όρο ἀκτέα προήλθε το λατιν. acte, καθώς και το αρχ. γερμαν. atuh, at(t)ah.
ΠΑΡ. αρχ. ἄκτινος.

Greek Monotonic

ἀκτέα: ἀκτῆ, ἡ, σαμπούκος, αφροξυλιά, κουφοξυλιά, σε Λουκ. (άγν. προέλ.).