ἀνάγνωσμα: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀνάγνωσμα]])<br /><b>1.</b> [[ανάγνωση]], [[διάβασμα]]<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] διαβάζεται (στα νεοελλ. [[κυρίως]] για λογοτεχνικά έργα)<br /><b>3.</b> <b>(Εκκλ.)</b> [[χωρίο]], [[απόσπασμα]] εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιστημονικό [[σύγγραμμα]] που εκδίδεται εν είδει προφορικών μαθημάτων<br /><b>2.</b> μυθιστορηματική [[διήγηση]] σε συνέχειες από τις στήλες περιοδικού ή εφημερίδας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα αναγνώσματα</i><br />[[συλλογή]] λογοτεχνικών έργων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναγιγνώσκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωσματάριο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωσματογράφος]]].
|mltxt=το (Α [[ἀνάγνωσμα]])<br /><b>1.</b> [[ανάγνωση]], [[διάβασμα]]<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] διαβάζεται (στα νεοελλ. [[κυρίως]] για λογοτεχνικά έργα)<br /><b>3.</b> <b>(Εκκλ.)</b> [[χωρίο]], [[απόσπασμα]] εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται [[κατά]] τη [[θεία]] [[λειτουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιστημονικό [[σύγγραμμα]] που εκδίδεται εν είδει προφορικών μαθημάτων<br /><b>2.</b> μυθιστορηματική [[διήγηση]] σε συνέχειες από τις στήλες περιοδικού ή εφημερίδας<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα αναγνώσματα</i><br />[[συλλογή]] λογοτεχνικών έργων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀναγιγνώσκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωσματάριο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναγνωσματογράφος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάγνωσμα:''' -ατος, τό ([[ἀναγιγνώσκω]]), [[κείμενο]] αναγνωσμένο [[δυνατά]], [[κήρυγμα]], [[διάγγελμα]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 17:59, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάγνωσμα Medium diacritics: ἀνάγνωσμα Low diacritics: ανάγνωσμα Capitals: ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Transliteration A: anágnōsma Transliteration B: anagnōsma Transliteration C: anagnosma Beta Code: a)na/gnwsma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A reading, in concrete, of a book, etc., read, D.H.1.8, Luc.VH1.2, Plu.2.328d, Orib.Fr.67 (pl.).    II = ἀνάγνωσις 11, A.D.Synt.122.8, al.

German (Pape)

[Seite 184] τό, das Lesen, Vorlesen, auch das Vorgelesene selbst, Luc. V. Hist. 1, 2; ἀναγνώσματα ἱστορικά, historische Lectüre, D. Hal. 1, 8; Plut. Symp. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάγνωσμα: -ατος, τό, μέρος τι συγγραφέως ἢ χωρίον ἀναγινωσκόμενον μεγαλοφώνως, Διον. Ἁλ. 1. 8 (ἔνθα κακῶς: ἀνάγνωμα), Λουκ. περὶ Ἀ. Ἱστ. 1. 2. Πλούτ. 2. 328D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 sujet de lecture;
2 lecture.
Étymologie: ἀναγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 lectura en el sent. de texto, escrito esp. en plu. ἱστορικὰ ἀ. D.H.1.8, παιδικὰ ἀ. Plu.2.35f, ἀκολάστων ἀ. Orib.Ec.66, cf. Luc.VH 1.2, Eus.PE 10.9.27, τά ἅγια ἀ. la Sagrada Escritura Origenes Princ.4.2.1, cf. Epigr.Gr.427.6
en sg. Ὅμηρος ἦν ἀνάγνωσμα Plu.2.328d, ἥδιστον γὰρ ἦν ἀνάγνωσμα τοῦτο Ph.2.570, cf. PFlor.248.17 (III d.C.) en BL 1.154, οὐδὲ ἀ. πᾶν ἱερωμένῳ πρέπει Iul.Ep.89.301c.
2 pasaje τοῦτο μὲν ... τὸ ἀ. τῶν οὐκ ἐν μέσῳ ἐστίν Acesand.7, de las Escrituras, Ath.Al.M.26.125B.
3 en crít. text. lección, lectura A.D.Synt.122.8, 10.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάγνωσμα)
1. ανάγνωση, διάβασμα
2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα)
3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία
νεοελλ.
1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν είδει προφορικών μαθημάτων
2. μυθιστορηματική διήγηση σε συνέχειες από τις στήλες περιοδικού ή εφημερίδας
3. στον πληθ. τα αναγνώσματα
συλλογή λογοτεχνικών έργων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγιγνώσκω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγνωσματάριο.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγνωσματογράφος].

Greek Monotonic

ἀνάγνωσμα: -ατος, τό (ἀναγιγνώσκω), κείμενο αναγνωσμένο δυνατά, κήρυγμα, διάγγελμα, σε Λουκ.