ἄμοτος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(big3_3) |
(2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[violento]] θήρ Theoc.25.242, πῦρ Mosch.4.104.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con ahínco]] Sch.<i>Il</i>.4.440, Sch.A.R.1.513. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[violento]] θήρ Theoc.25.242, πῦρ Mosch.4.104.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con ahínco]] Sch.<i>Il</i>.4.440, Sch.A.R.1.513. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄμοτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ακόρεστος]], [[ακατάπαυστος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> στον Όμηρ. ως επίρρ. [[ἄμοτον]], αδιάκοπα, ἄμ. [[μεμαώς]], προσπαθώντας ακατάπαυστα· ἄμ. [[κλαίω]], [[θρηνώ]] αδιάκοπα· <i>τανύοντο</i>, βάδιζαν προς τα [[μπρος]] με ακατάπαυστη [[αντοχή]] (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 30 December 2018
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
violent, brutal, féroce, sauvage ; adv. • ἄμοτον avec force ; avec violence.
Étymologie: DELG orig. obsc.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 violento θήρ Theoc.25.242, πῦρ Mosch.4.104.
2 adv. -ως con ahínco Sch.Il.4.440, Sch.A.R.1.513.
Greek Monotonic
ἄμοτος: -ον, I. ακόρεστος, ακατάπαυστος, σε Θεόκρ.
II. στον Όμηρ. ως επίρρ. ἄμοτον, αδιάκοπα, ἄμ. μεμαώς, προσπαθώντας ακατάπαυστα· ἄμ. κλαίω, θρηνώ αδιάκοπα· τανύοντο, βάδιζαν προς τα μπρος με ακατάπαυστη αντοχή (άγν. προέλ.).