ἀμφίασμα: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίασμα]], το (Α) [[ἀμφιάζω]] [[ένδυμα]], [[ρούχο]]. | |mltxt=[[ἀμφίασμα]], το (Α) [[ἀμφιάζω]] [[ένδυμα]], [[ρούχο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφίασμα:''' -ατος, τό ([[ἀμφιάζω]]), [[ένδυμα]], σε Κτησ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A garment, Ctes.Fr.29.10, Luc.Cyn.17.
German (Pape)
[Seite 136] τό, = ἀμφίεσμα, L uc. equ. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίασμα: -ατος, τό, = ἀμφίεσμα, ἔνδυμα, Κτησ. Περσ. 19, Λουκ. Κυν. 17.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἀμφί.
Spanish (DGE)
-ματος, τό vestidura Ctes.13.12, Luc.Cyn.17, Hsch.
Greek Monolingual
ἀμφίασμα, το (Α) ἀμφιάζω ένδυμα, ρούχο.