ἄμης: Difference between revisions

From LSJ

ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough

Source
(3)
(2)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄμης]] (-ητος), ο (Α)<br />[[είδος]] γαλατόπιτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια [[σχέση]] με το ρ. <i>ἀμῶμαι</i> (-άομαι) «[[συγκεντρώνω]], [[συγκομίζω]]» [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>πλανῶμαι</i> -[[πλάνης]] ή με το ουσ. <i>ἄμη</i> «[[φτυάρι]], [[κουβάς]]» [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>γύμνης</i>-[[γυμνός]].
|mltxt=[[ἄμης]] (-ητος), ο (Α)<br />[[είδος]] γαλατόπιτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια [[σχέση]] με το ρ. <i>ἀμῶμαι</i> (-άομαι) «[[συγκεντρώνω]], [[συγκομίζω]]» [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>πλανῶμαι</i> -[[πλάνης]] ή με το ουσ. <i>ἄμη</i> «[[φτυάρι]], [[κουβάς]]» [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>γύμνης</i>-[[γυμνός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄμης:''' -ητος, ὁ, είδος γαλατόπιτας, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 123] ητος, ὁ, eine Art Kuchen, Ar. Plut. 999 (Schol. εἶδος πλακοῦντος γαλακτώδους, nach Moer. ἔγχυτος πλακοῦς); öfter bei Ath., z. B. aus Antiphan. VI, 262 c; vgl. XIV, 644 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμης: -ητος, ὁ, εἶδος πλακοῦντος μετὰ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 999, Ἀντιφῶν ἐν «Δυσπράτῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
sorte de gâteau au lait.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Spanish (DGE)

-ητος, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 torta, pastel, bollo de leche Ar.Pl.999, Antiph.89, 305, Ephipp.8, Alex.163, Amphis 9, Men.Fr.425, Clearch.87, Lync. en Ath.647b, Ph.1.390, Plu.2.1112e, UPZ 89.9 (graf. αμτος), Alciphr.3.12.2, POxy.1297.17 (IV a.C.).
2 horno ἡ (ὄπτησις) ἐν τῷ ἄμητι Dieuch. en Orib.4.5.2.

• Etimología: Quizá en rel. c. ἄμη, q.u.

Greek Monolingual

ἄμης (-ητος), ο (Α)
είδος γαλατόπιτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το ρ. ἀμῶμαι (-άομαι) «συγκεντρώνω, συγκομίζω» κατά το σχήμα πλανῶμαι -πλάνης ή με το ουσ. ἄμη «φτυάρι, κουβάς» κατά το σχήμα γύμνης-γυμνός.

Greek Monotonic

ἄμης: -ητος, ὁ, είδος γαλατόπιτας, σε Αριστοφ.