ἀμφιστρεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιστρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που στρέφεται [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις (λέγεται για τα [[τρία]] κεφάλια του δράκοντα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στρεφὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]].
|mltxt=[[ἀμφιστρεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που στρέφεται [[προς]] όλες τις κατευθύνσεις (λέγεται για τα [[τρία]] κεφάλια του δράκοντα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στρεφὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιστρεφής:''' -ές ([[στρέφω]]), αυτός που γυρίζει προς όλες τις μεριές, λέγεται για τα κεφάλια δράκοντα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιστρεφής Medium diacritics: ἀμφιστρεφής Low diacritics: αμφιστρεφής Capitals: ΑΜΦΙΣΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: amphistrephḗs Transliteration B: amphistrephēs Transliteration C: amfistrefis Beta Code: a)mfistrefh/s

English (LSJ)

ές,

   A turning all ways, of a dragon's three heads, Il. 11.40 (v.l. ἀμφιστεφέες):—also ἀμφι-στραφής, Diotog. ap. Stob.4.7.62.

German (Pape)

[Seite 144] umwunden, in einander verwickelt, Hom. einmal, Iliad. 11, 40 κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέες, v. l. ἀμφιστεφέες, Aristarch schrieb mit ρ, s. Scholl. Didym. u. vgl. Apoll. lex. 26, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιστρεφής: -ές, συμπεπλεγμένος, ἐπὶ τῶν τριῶν τοῦ δράκοντος κεφαλῶν, κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέες, ἀλλήλαις συμπεπλεγμέναι, Ἰλ. Λ. 40, ἔνθα πρότερον ἦτο ἀμφιστρεφέες: - ὡσαύτως ἀμφιστραφής, Διοτογεν. παρὰ Στοβ. 331. 12.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’enroule autour.
Étymologie: ἀμφί, στρέφω.

English (Autenrieth)

(στρέφω): turning all ways, Il. 11.40†.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): tb. ἁμφιστραφής Diotog.2 (p.533)
que se revuelve en todos los sentidos (δράκων) κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέες Il.11.40
fig. flexible βασιλεύς Diotog.l.c.

Greek Monolingual

ἀμφιστρεφής, -ές (Α)
αυτός που στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις (λέγεται για τα τρία κεφάλια του δράκοντα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -στρεφὴς < στρέφος < στρέφω.

Greek Monotonic

ἀμφιστρεφής: -ές (στρέφω), αυτός που γυρίζει προς όλες τις μεριές, λέγεται για τα κεφάλια δράκοντα, σε Ομήρ. Ιλ.