ἀμφιμάσχαλος: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιμάσχαλος]], -ον (Α)<br />λέγεται για τον χιτώνα ο [[οποίος]] έχει δύο χειρίδες και ο [[οποίος]] αντιδιαστέλλεται [[προς]] την εξωμίδα ή τον ετερομάσχαλον χιτώνα, που ταίριαζαν στις λαϊκές τάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μασχάλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμφιμασχάλια]]].
|mltxt=[[ἀμφιμάσχαλος]], -ον (Α)<br />λέγεται για τον χιτώνα ο [[οποίος]] έχει δύο χειρίδες και ο [[οποίος]] αντιδιαστέλλεται [[προς]] την εξωμίδα ή τον ετερομάσχαλον χιτώνα, που ταίριαζαν στις λαϊκές τάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μασχάλη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμφιμασχάλια]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιμάσχᾰλος:''' -ον, αυτό που καλύπτει και τους [[δύο]] βραχίονες, που έχει δυο [[μανίκια]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμάσχᾰλος Medium diacritics: ἀμφιμάσχαλος Low diacritics: αμφιμάσχαλος Capitals: ΑΜΦΙΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: amphimáschalos Transliteration B: amphimaschalos Transliteration C: amfimaschalos Beta Code: a)mfima/sxalos

English (LSJ)

ον,

   A with two arm-holes, ἀ. χιτών Ar.Eq.882, cf. Pl.Com.229, Luc.Lex.10.

German (Pape)

[Seite 141] beide Achseln umgebend, mit zwei Aermeln, χιτών Luc. Lexiph. 10; ohne χιτών Ar. Equ. 879 (μικρόν, χειριδωτὸν ἱμάτιον, Schol.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμάσχᾰλος: -ον, ἀμφοτέρους τοὺς βραχίονας καλύπτων, δύο χειρῖδας ἔχων, ἀμφ. χιτὼν Ἀριστοφ. Ἱππ. 882· πρβλ. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 26, Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. § 337. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux manches.
Étymologie: ἀμφί, μασχάλη.

Spanish (DGE)

(ἀμφιμάσχᾰλος) -ον
que tiene dos aberturas χιτών propio de los hombres libres, Ar.Eq.882, Et.Sym.57R.
subst. ὁ ἀ. Pl.Com.229, Luc.Lex.10.

Greek Monolingual

ἀμφιμάσχαλος, -ον (Α)
λέγεται για τον χιτώνα ο οποίος έχει δύο χειρίδες και ο οποίος αντιδιαστέλλεται προς την εξωμίδα ή τον ετερομάσχαλον χιτώνα, που ταίριαζαν στις λαϊκές τάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μασχάλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιμασχάλια].

Greek Monotonic

ἀμφιμάσχᾰλος: -ον, αυτό που καλύπτει και τους δύο βραχίονες, που έχει δυο μανίκια, σε Αριστοφ.