ἀναρπαστός: Difference between revisions
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρπαστος]], -όν και -ός, -ή, -όν, Μ [[ἀνάρπαστος]], -η, -ον) [[αναρπάζω]]<br />αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ [[γρήγορα]], που εξαφανίστηκε εν [[ριπή]] οφθαλμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σύρθηκε βίαια στην [[αιχμαλωσία]] ή την [[εξορία]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη [[διαρπαγή]], που λεηλατείται. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρπαστος]], -όν και -ός, -ή, -όν, Μ [[ἀνάρπαστος]], -η, -ον) [[αναρπάζω]]<br />αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ [[γρήγορα]], που εξαφανίστηκε εν [[ριπή]] οφθαλμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σύρθηκε βίαια στην [[αιχμαλωσία]] ή την [[εξορία]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη [[διαρπαγή]], που λεηλατείται. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναρπαστός:''' -όν και -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει αρπαχθεί, έχει απαχθεί, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει αρπαχθεί στην [[ενδοχώρα]], δηλ. στην Κεντρική Ασία, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
όν, also ή, όν E.Hec.207 <*>lyr. <*>:—
A snatched up, carried off, ἀ. γίγνεσθαι to be carried off, l. c., Pl.Phdr.229c. 2 carried up the country, i. e. into Central Asia, ἀ. γίγνεσθαι πρὸς βασιλέα v. l. in X.Mem.4.2.33. II of things, ἀ. ποιεῖν τὸν βίον to give up his substance as plunder, Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.
German (Pape)
[Seite 205] (das fem. ἀναρπαστή Eur. Hec. 206 rechtfertigt das oxytonon), weggerissen, weggeschleppt, bes, in Vbdg mit γίγνεσθαι, Plat. Phaed. 229 c; ἀν. γίγν. πρὸς βασιλέα, gefangen nach Persien als Sklaven fortgeführt werden, Xen. Mem. 4, 2, 33; Pol. 9, 26; ὑπὸ θανάτου, vom Tode hinweggerafft Luc. Contempl. 17; übh. gewaltsam behandelt, geplündert.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ἀνάρπαστος.
Spanish (DGE)
-όν
• Morfología: [tb. -ός, -ή, -όν E.Hec.207]
1 raptado, arrebatado ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀ. Pl.Phdr.229c, cf. E.l.c., ἀναρπαστὸν αὐτὴν γενέσθαι πρὸς ἀπώλειαν que ella fuera arrastrada a la perdición Plu.2.116c, τούτους [ἀν] α[ρ] παστοὺς ποιοῦν apresándolos, POxy.1106.8 (VI d.C.).
2 entregado al pillaje ἀναρπαστοὺς ποιεῖν αὐτῶν τοὺς βίους entregar al pillaje sus propiedades Plb.9.26.7, cf. Hdn.7.3.3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάρπαστος, -όν και -ός, -ή, -όν, Μ ἀνάρπαστος, -η, -ον) αναρπάζω
αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού
αρχ.
1. αυτός που σύρθηκε βίαια στην αιχμαλωσία ή την εξορία
2. (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη διαρπαγή, που λεηλατείται.
Greek Monotonic
ἀναρπαστός: -όν και -ή, -όν,
1. αυτός που έχει αρπαχθεί, έχει απαχθεί, σε Ευρ., Πλάτ.
2. αυτός που έχει αρπαχθεί στην ενδοχώρα, δηλ. στην Κεντρική Ασία, σε Ξεν.