ἀνάκλιτος: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάκλιτος]], -ον (Α) [[ἀνακλίνω]]<br /><b>1.</b> ανακεκλιμένος, ξαπλωμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀνάκλιτος]] [[θρόνος]]», το [[ανάκλιντρο]]. | |mltxt=[[ἀνάκλιτος]], -ον (Α) [[ἀνακλίνω]]<br /><b>1.</b> ανακεκλιμένος, ξαπλωμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀνάκλιτος]] [[θρόνος]]», το [[ανάκλιντρο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνάκλῐτος:''' -ον, αυτός που γέρνει προς τα [[πίσω]]· ἀν. [[θρόνος]], [[κάθισμα]] με «[[πλάτη]]», σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A forreclining, δίφρος Hp.Superf.8, Aret.CA1.4; θρόνος, = ἀνακλιντήριον, Plu.Rom.26; τὰ ἀνάκλιτα Ps.-Callisth.3.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκλῐτος: -ον, ἀνακεκλιμένος, ἐν δίφρῳ Ἀρετ. περὶ Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 2. ΙΙ. ἀν. θρόνος = ἀνακλιντήριον, Πλουτ. Ρωμ. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
étendu en arrière : ἀνάκλιτος θρόνος siège à dos renversé, sorte de chaise longue.
Étymologie: ἀνακλίνω.
Spanish (DGE)
-ον
1 apto para reclinarse, δίφρος Hp.Superf.8, Aret.CA 1.4.7, θρόνος Plu.Rom.26.
2 subst. τὸ ἀ. respaldo LXX Ca.3.10, Ps.Callisth.3.22B.
Greek Monolingual
ἀνάκλιτος, -ον (Α) ἀνακλίνω
1. ανακεκλιμένος, ξαπλωμένος
2. φρ. «ἀνάκλιτος θρόνος», το ανάκλιντρο.
Greek Monotonic
ἀνάκλῐτος: -ον, αυτός που γέρνει προς τα πίσω· ἀν. θρόνος, κάθισμα με «πλάτη», σε Πλούτ.