ἀνδριαντοποιΐα: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(big3_4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[escultura]], [[estatuaria]] τεθαύμακα ... ἐπὶ [[ἀνδριαντοποιΐα]] Πολύκλειτον X.<i>Mem</i>.1.4.3, ζωγραφίαν καὶ ἀνδριαντοποιΐαν Ph.1.270, cf. Pl.<i>Grg</i>.450c, <i>Io</i> 533a, Arist.<i>Pol</i>.1256<sup>a</sup>7, Plot.5.9.11. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[escultura]], [[estatuaria]] τεθαύμακα ... ἐπὶ [[ἀνδριαντοποιΐα]] Πολύκλειτον X.<i>Mem</i>.1.4.3, ζωγραφίαν καὶ ἀνδριαντοποιΐαν Ph.1.270, cf. Pl.<i>Grg</i>.450c, <i>Io</i> 533a, Arist.<i>Pol</i>.1256<sup>a</sup>7, Plot.5.9.11. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνδριαντοποιΐα:''' ἡ, [[γλυπτική]] [[τέχνη]], αγαλματοποιΐα, σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A the sculptor's art, statuary, Pl.Grg.450c, X.Mem. 1.4.3.
German (Pape)
[Seite 217] = vor., Plat. Gorg. 450 c; Xen. Mem. 1, 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la statuaire, la sculpture.
Étymologie: ἀνδριαντοποιός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
escultura, estatuaria τεθαύμακα ... ἐπὶ ἀνδριαντοποιΐα Πολύκλειτον X.Mem.1.4.3, ζωγραφίαν καὶ ἀνδριαντοποιΐαν Ph.1.270, cf. Pl.Grg.450c, Io 533a, Arist.Pol.1256a7, Plot.5.9.11.
Greek Monotonic
ἀνδριαντοποιΐα: ἡ, γλυπτική τέχνη, αγαλματοποιΐα, σε Πλάτ., Ξεν.