βεμβικίζω: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βεμβικίζω]] (Α) [[βέμβιξ]]<br />[[περιστρέφω]] [[κάτι]], το [[κάνω]] να περιστρέφεται σαν [[σβούρα]]. | |mltxt=[[βεμβικίζω]] (Α) [[βέμβιξ]]<br />[[περιστρέφω]] [[κάτι]], το [[κάνω]] να περιστρέφεται σαν [[σβούρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βεμβῑκίζω:''' ([[βέμβιξ]]), μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, κάνω [[κάτι]] να περιστρέφεται σαν [[σβούρα]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A set a-spinning, ἑαυτούς Id.V.1517.
German (Pape)
[Seite 442] wie einen Kreisel drehen, Ar. Vesp. 1517.
Greek (Liddell-Scott)
βεμβῑκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (βέμβιξ), κάμνω νὰ περιστρέφηταί τι, ἵνα βεμβικίζωσιν ἑαυτοὺς Ἀριστοφ. Σφηξ. 1517.
French (Bailly abrégé)
faire tourner comme une toupie, faire pirouetter.
Étymologie: βέμβιξ.
Spanish (DGE)
(βεμβῑκίζω) hacer girar como una peonza ἑαυτούς Ar.V.1517.
Greek Monolingual
βεμβικίζω (Α) βέμβιξ
περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα.
Greek Monotonic
βεμβῑκίζω: (βέμβιξ), μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάτι να περιστρέφεται σαν σβούρα, σε Αριστοφ.