ἄχλοος: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄχλοος]], -ον (AM) και (συνηρημένο) ἄχλους, -ουν (Α) [[χλόη]]<br />[[ξερός]], μαραμένος<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[χλόη]]. | |mltxt=[[ἄχλοος]], -ον (AM) και (συνηρημένο) ἄχλους, -ουν (Α) [[χλόη]]<br />[[ξερός]], μαραμένος<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[χλόη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄχλοος:''' -ον, συνηρ. ἄχλους, <i>-ουν</i> ([[χλόα]]), αυτός που δεν έχει [[χλόη]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. ἄχλους, ουν, (χλόα)
A without herbage, E.Hel. 1327 (lyr.). II sere, withered, Opp.H.2.496. III discoloured, Hp.Coac.596.
German (Pape)
[Seite 418] zsgz. ἄχλους (χλόη), nicht grünend, πεδία γᾶς Eur. Hel. 1343; vertrocknet, verwelkt, Opp. Hal. 2, 496.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, ουν· (χλόα): ἄνευ χλόης, Εὐρ. Ἑλ. 1327. ΙΙ. ξηρός, μεμαραμμένος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 496.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
1 sans herbages;
2 sans verdure, desséché.
Étymologie: ἀ, χλόα.
Spanish (DGE)
-ον
1 que carece de vegetación, de verdor πεδία E.Hel.1327
•que ha perdido el verdor, marchito ἔρνος Opp.H.2.496.
2 ref. sólo al color descolorido, amarillento διαχώρημα Hp.Coac.596.
Greek Monolingual
ἄχλοος, -ον (AM) και (συνηρημένο) ἄχλους, -ουν (Α) χλόη
ξερός, μαραμένος
αρχ.
ο χωρίς χλόη.
Greek Monotonic
ἄχλοος: -ον, συνηρ. ἄχλους, -ουν (χλόα), αυτός που δεν έχει χλόη, σε Ευρ.