βιβλιοκάπηλος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βιβλιοκάπηλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασκεί βιβλιοκαπηλεία<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμπορος]] βιβλίων, [[βιβλιοπώλης]].
|mltxt=ο (Α [[βιβλιοκάπηλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασκεί βιβλιοκαπηλεία<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμπορος]] βιβλίων, [[βιβλιοπώλης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βιβλιοκάπηλος:''' [ᾰ], ὁ, [[έμπορος]] βιβλίων, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιοκάπηλος Medium diacritics: βιβλιοκάπηλος Low diacritics: βιβλιοκάπηλος Capitals: ΒΙΒΛΙΟΚΑΠΗΛΟΣ
Transliteration A: bibliokápēlos Transliteration B: bibliokapēlos Transliteration C: vivliokapilos Beta Code: biblioka/phlos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A dealer in books, Luc.Ind.4,24.

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Bücherkrämer, Luc. adv. ind. 4.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ἔμπορος βιβλίων, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 4. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
libraire.
Étymologie: βιβλίον, κάπηλος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ librero Luc.Ind.4, 24.

Greek Monolingual

ο (Α βιβλιοκάπηλος)
νεοελλ.
αυτός που ασκεί βιβλιοκαπηλεία
αρχ.
έμπορος βιβλίων, βιβλιοπώλης.

Greek Monotonic

βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, έμπορος βιβλίων, σε Λουκ.