γυρητόμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυρητόμος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[γυρητόμος]] [[αὖλαξ]]» — [[αυλάκι]] που διαγράφει κύκλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γύρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]].
|mltxt=[[γυρητόμος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[γυρητόμος]] [[αὖλαξ]]» — [[αυλάκι]] που διαγράφει κύκλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γύρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γῡρητόμος:''' -ον ([[τέμνω]]), αυτός που διαγράφει ή σχηματίζει κύκλο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡρητόμος Medium diacritics: γυρητόμος Low diacritics: γυρητόμος Capitals: ΓΥΡΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: gyrētómos Transliteration B: gyrētomos Transliteration C: gyritomos Beta Code: gurhto/mos

English (LSJ)

ον,

   A tracing a circle, αὖλαξ AP9.274 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 512] αὖλαξ, einen Kreis schneidend, beschreibend, Philip. 59 (IX, 274).

Greek (Liddell-Scott)

γῡρητόμος: -ον, ὁ κύκλον διαγράφων ἢ σχηματίζων, αὖλαξ Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui décrit un cercle.
Étymologie: γυρός, τέμνω.

Spanish (DGE)

(γῡρητόμος) -ον
que rotura la tierra en círculos, ἀρουραῖος γ. αὖλαξ AP 9.274 (Phil.).

Greek Monolingual

γυρητόμος, -ον (Α)
φρ. «γυρητόμος αὖλαξ» — αυλάκι που διαγράφει κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -τόμος < τόμος < τέμνω.

Greek Monotonic

γῡρητόμος: -ον (τέμνω), αυτός που διαγράφει ή σχηματίζει κύκλο, σε Ανθ.