αὐτόξυλος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτόξυλος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από ακατέργαστο [[ξύλο]].
|mltxt=[[αὐτόξυλος]], -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από ακατέργαστο [[ξύλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόξῠλος:''' -ον ([[ξύλον]]), αυτός που προέρχεται από απλό (ακατέργαστο) [[ξύλο]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόξῠλος Medium diacritics: αὐτόξυλος Low diacritics: αυτόξυλος Capitals: ΑΥΤΟΞΥΛΟΣ
Transliteration A: autóxylos Transliteration B: autoxylos Transliteration C: aftoksylos Beta Code: au)to/culos

English (LSJ)

ον,

   A of one piece of wood, ἔκπωμα S.Ph.35, cf. APl.4.235 (Apollonid.), Str.11.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόξυλος: -ον, ἐξ ἁπλοῦ ἀκατεργάστου ξύλου, ἔκπτωμα Σοφ. Φ. 35, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 235, Στράβ. 502.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait simplement en bois.
Étymologie: αὐτός, ξύλον.

Spanish (DGE)

-ον que es todo de madera, ἔκπωμα S.Ph.35.

Greek Monolingual

αὐτόξυλος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ακατέργαστο ξύλο.

Greek Monotonic

αὐτόξῠλος: -ον (ξύλον), αυτός που προέρχεται από απλό (ακατέργαστο) ξύλο, σε Σοφ.