βομβητής: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βομβητής]]) [[βομβώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρόσωμος]] [[φρύνος]] της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας<br /><b>2.</b> ηλεκτρομαγνητική [[συσκευή]] που χρησιμοποιείται στην [[τηλεγραφία]] και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο [[οποίος]] ερμηνεύεται ως [[μήνυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παράγει [[βόμβο]].
|mltxt=ο (Α [[βομβητής]]) [[βομβώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρόσωμος]] [[φρύνος]] της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας<br /><b>2.</b> ηλεκτρομαγνητική [[συσκευή]] που χρησιμοποιείται στην [[τηλεγραφία]] και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο [[οποίος]] ερμηνεύεται ως [[μήνυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παράγει [[βόμβο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βομβητής:''' -οῦ, ὁ ([[βομβέω]]), [[βομβητής]], [[σειρήνα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβητής Medium diacritics: βομβητής Low diacritics: βομβητής Capitals: ΒΟΜΒΗΤΗΣ
Transliteration A: bombētḗs Transliteration B: bombētēs Transliteration C: vomvitis Beta Code: bombhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A buzzing, ἑσμός AP6.236 (Phil.):—fem. βομβ-ήτρια, Νύμφαι Orph.H.51.9.

German (Pape)

[Seite 453] ἑσμός, der summende, Philip. 30 (VI, 236).

Greek (Liddell-Scott)

βομβητής: -οῦ, ὁ, ὁ βομβῶν, Ἀνθ. Π. 6. 236.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
bourdonnant (essaim).
Étymologie: βομβέω.

Spanish (DGE)

-οῦ
zumbón, zumbadorde un enjambre de abejas AP 6.236 (Phil.).

Greek Monolingual

ο (Α βομβητής) βομβώ
νεοελλ.
1. μικρόσωμος φρύνος της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας
2. ηλεκτρομαγνητική συσκευή που χρησιμοποιείται στην τηλεγραφία και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο οποίος ερμηνεύεται ως μήνυμα
αρχ.
αυτός που παράγει βόμβο.

Greek Monotonic

βομβητής: -οῦ, ὁ (βομβέω), βομβητής, σειρήνα, σε Ανθ.