ἀπειροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπειροσύνη]], η (Α)<br />[[απειρία]], [[άγνοια]].
|mltxt=[[ἀπειροσύνη]], η (Α)<br />[[απειρία]], [[άγνοια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπειροσύνη:''' ἡ, = [[ἀπειρία]], [[έλλειψη]] εμπειρίας, [[απειρία]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειροσύνη Medium diacritics: ἀπειροσύνη Low diacritics: απειροσύνη Capitals: ΑΠΕΙΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: apeirosýnē Transliteration B: apeirosynē Transliteration C: apeirosyni Beta Code: a)peirosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀπειρία (A), E.Hipp.196, Med.1094, Cleanth.1.33.

German (Pape)

[Seite 285] ἡ, Unerfahrenheit, Unkunde, Eur. Hipp. 193 Med. 1093 Cleanth. h. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειροσύνη: ἡ, = ἀπειρία, Εὐρ. Ἱππ. 196, Μήδ. 1094.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
inexperiencia, desconocimiento, ἄλλου βιότου E.Hipp.195, cf. Med.1094, Cleanth.Fr.Poet.1.33.

Greek Monolingual

ἀπειροσύνη, η (Α)
απειρία, άγνοια.

Greek Monotonic

ἀπειροσύνη: ἡ, = ἀπειρία, έλλειψη εμπειρίας, απειρία, σε Ευρ.