δημοκόλαξ: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(big3_11) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ακος, ὁ<br />[[adulador del pueblo]] πᾶς τύραννος ἐκ δημοκόλακος φύεται D.H.6.60, cf. Luc.<i>Dem.Enc</i>.31, de César, D.C.<i>Epit.Xiph</i>.10.7, de los sofistas, op. πολιτικός Mich.<i>in EN</i> 616.13. | |dgtxt=-ακος, ὁ<br />[[adulador del pueblo]] πᾶς τύραννος ἐκ δημοκόλακος φύεται D.H.6.60, cf. Luc.<i>Dem.Enc</i>.31, de César, D.C.<i>Epit.Xiph</i>.10.7, de los sofistas, op. πολιτικός Mich.<i>in EN</i> 616.13. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δημοκόλαξ:''' ὁ, [[κόλακας]] του δήμου, αυτός που κολακεύει τη λαϊκή [[μάζα]], τον όχλο, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ακος, ὁ,
A mob-flatterer, D.H.6.60, Luc.Dem.Enc.31.
German (Pape)
[Seite 563] ακος, ὁ, Volksschmeichler, Dion. Hal. 6, 60; Luc. Dem. enc. 31.
Greek (Liddell-Scott)
δημοκόλαξ: ὁ, ὁ τὸν δῆμον κολακεύων, Διον.Ἁλ. 6.60, Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ.31.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
flatteur du peuple.
Étymologie: δῆμος, κόλαξ.
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ
adulador del pueblo πᾶς τύραννος ἐκ δημοκόλακος φύεται D.H.6.60, cf. Luc.Dem.Enc.31, de César, D.C.Epit.Xiph.10.7, de los sofistas, op. πολιτικός Mich.in EN 616.13.
Greek Monotonic
δημοκόλαξ: ὁ, κόλακας του δήμου, αυτός που κολακεύει τη λαϊκή μάζα, τον όχλο, σε Λουκ.