ἀπόκνισμα: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόκνισμα]], το (Α) [[αποκνίζω]]<br />μικρό [[κομμάτι]], τόσο όσο μπορεί να κόψει [[κανείς]] με το [[νύχι]]. | |mltxt=[[ἀπόκνισμα]], το (Α) [[αποκνίζω]]<br />μικρό [[κομμάτι]], τόσο όσο μπορεί να κόψει [[κανείς]] με το [[νύχι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόκνισμα:''' -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό [[κομματάκι]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is nipped off, a little bit, Ar. Pax790.
German (Pape)
[Seite 307] τό, das Abgebrochene, σφυράδων Ar. Pax 769.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκνισμα: τό, τὸ διὰ τῶν ὀνύχων ἀποκοπὲν μικρὸν τεμάχιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
écorchure ; rognure.
Étymologie: ἀποκνίζω.
Greek Monolingual
ἀπόκνισμα, το (Α) αποκνίζω
μικρό κομμάτι, τόσο όσο μπορεί να κόψει κανείς με το νύχι.
Greek Monotonic
ἀπόκνισμα: -ατος, τό, αυτό που έχει αποκοπεί με τα νύχια, μικρό κομματάκι, σε Αριστοφ.