ἠρινός: Difference between revisions
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠρινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εαρινός]], [[ανοιξιάτικος]] («ἠρινά φύλλα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) <i>ἠρινὸν</i> και <i>ἠρινά</i><br />[[κατά]] την [[άνοιξη]] («[[ὅταν]] ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εαρινός]], με [[συναίρεση]]]. | |mltxt=[[ἠρινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εαρινός]], [[ανοιξιάτικος]] («ἠρινά φύλλα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) <i>ἠρινὸν</i> και <i>ἠρινά</i><br />[[κατά]] την [[άνοιξη]] («[[ὅταν]] ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εαρινός]], με [[συναίρεση]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠρῐνός:''' -ή, -όν (ἦρ), = [[ἐαρινός]], αυτός που ανήκει ή βρίσκεται μέσα στην [[άνοιξη]], σε Σόλωνα, Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., κατά την [[άνοιξη]], [[ὅταν]] ἠρινά... φωνῇ [[χελιδών]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, (ἦρ)
A = ἐαρινός, ἄνεμος Sol.13.19; φύλλα Pi.P.9.46; κάλυκες Cratin.98; λειμών E.Supp.448; φθέγματα Ar.Av.683(lyr.); χρόνος X.HG3.2.10: neut. as Adv., in spring, γῆ τ' ἠρινὸν θάλλουσα E.Fr.316.3; ὅταν ἠρινὰ . . χελιδὼν κελαδῇ Ar.Pax800.
German (Pape)
[Seite 1176] = ἐαρινός (was zu vgl.); λειμών Eur. Suppl. 462; φύλλα Pind. P. 9, 47; χρόνος Xen. Hell. 3, 2, 10; χειμών Ael. N. A. 3, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἠρῐνός: -ή, -όν, (ἦρ) ἐαρινός, Σόλων 12. 19, Πίνδ. Π. 9. 82, Εὐρ. Ἱκέτ. 448, Ἀριστοφ. Ὄρν. 683, Ξεν., κτλ.· - οὐδ. ἐπίρρ., κατὰ τὸ ἔαρ, γῆ τ’ ἠρινὸν θάλλουσα Εὐρ. Ἀποσπ. 318. 3· ὅταν ἠρινὰ... φωνῇ χελιδὼν Ἀριστοφ. Εἰρ. 800.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du printemps.
Étymologie: contr. p. ἐαρινός.
English (Slater)
ἠρῐνός
nbsp; 1 of spring ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει (P. 9.46) ]πετάλοις ἠρ[ Δ. 3. 19.
Greek Monolingual
ἠρινός, -ή, -όν (Α)
1. εαρινός, ανοιξιάτικος («ἠρινά φύλλα», Πίνδ.)
2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) ἠρινὸν και ἠρινά
κατά την άνοιξη («ὅταν ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εαρινός, με συναίρεση].
Greek Monotonic
ἠρῐνός: -ή, -όν (ἦρ), = ἐαρινός, αυτός που ανήκει ή βρίσκεται μέσα στην άνοιξη, σε Σόλωνα, Ευρ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., κατά την άνοιξη, ὅταν ἠρινά... φωνῇ χελιδών, σε Αριστοφ.