δίρρυμος: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δίρρυμος]], -ον (Α)<br />(για [[άμαξα]]) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. [[τρία]] άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρυμός]] «<i>ο</i> [[ιμάντας]] με τον οποίο το [[άλογο]] σέρνει την [[άμαξα]]»]. | |mltxt=[[δίρρυμος]], -ον (Α)<br />(για [[άμαξα]]) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. [[τρία]] άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρυμός]] «<i>ο</i> [[ιμάντας]] με τον οποίο το [[άλογο]] σέρνει την [[άμαξα]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δίρρῡμος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] τιμόνια, δηλ. [[τρία]] άλογα, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with two poles, i. e. three horses, Id.Pers.47 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
δίρρυμος: -ον, ὁ ἔχων δύο ῥυμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux timons.
Étymologie: δίς, ῥυμός.
Spanish (DGE)
(δίρρῡμος) -ον
con dos lanzas δίρρυμα ... τέλη escuadrones de carros de dos lanzas op. τρίρρυμος A.Pers.47.
Greek Monolingual
δίρρυμος, -ον (Α)
(για άμαξα) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. τρία άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ρυμός «ο ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει την άμαξα»].
Greek Monotonic
δίρρῡμος: -ον, αυτός που έχει δύο τιμόνια, δηλ. τρία άλογα, σε Αισχύλ.