θερμότης: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(Bailly1_3)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />chaleur.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />chaleur.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θερμότης:''' -ητος, ἡ ([[θερμός]]), [[ζεστασιά]], [[θερμότητα]], Λατ. [[calor]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:43, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμότης Medium diacritics: θερμότης Low diacritics: θερμότης Capitals: ΘΕΡΜΟΤΗΣ
Transliteration A: thermótēs Transliteration B: thermotēs Transliteration C: thermotis Beta Code: qermo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, (θερμός)

   A heat, Hp.VM16, Pl.R.335d, etc.: pl., Id.Cra.432c, Diocl.Fr.112.    II metaph., heat, passion, τοῦ Ἀχιλλέως Philostr.Her.12b; ἐν τῷ λέγειν Ath.1.1b.

German (Pape)

[Seite 1202] ητος, ἡ, Wärme, Hitze, Plat. Rep. I, 335 d u. A.; übertr., ἡ ἐν τῷ λέγειν θ. Ath. I, 1 b.

Greek (Liddell-Scott)

θερμότης: -ητος, ἡ, (θερμὸς) ζέστη, θέρμη, Λατ. calor, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 335C, κτλ.˙ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 432B. ΙΙ. μεταφ., ἔξαψις, ὀργή, πάθος, τοῦ Ἀχιλλέως Φιλόστρ. 722˙ ἐν τῷ λέγειν Ἀθήν. 1B.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: θερμός.

Greek Monotonic

θερμότης: -ητος, ἡ (θερμός), ζεστασιά, θερμότητα, Λατ. calor, σε Πλάτ.