εὐκόσμητος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκόσμητος]], -ον (Α)<br />ο στολισμένος καλά, ο καλλωπισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κοσμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κοσμώ]] «[[στολίζω]]»)].
|mltxt=[[εὐκόσμητος]], -ον (Α)<br />ο στολισμένος καλά, ο καλλωπισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κοσμητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κοσμώ]] «[[στολίζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐκόσμητος:''' -ον ([[κοσμέω]]), καλοστολισμένος, καλοδιακοσμημένος, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκόσμητος Medium diacritics: εὐκόσμητος Low diacritics: ευκόσμητος Capitals: ΕΥΚΟΣΜΗΤΟΣ
Transliteration A: eukósmētos Transliteration B: eukosmētos Transliteration C: efkosmitos Beta Code: eu)ko/smhtos

English (LSJ)

ον,

   A welladorned, h. Merc.384.

German (Pape)

[Seite 1075] wohl geordnet, geschmückt, H. h. Merc. 384.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκόσμητος: -ον, (κοσμέω) εὖ κεκοσμημένος, Ὁμ. Ὕμν εἰς Ἑρμ. 384.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien orné, bien disposé.
Étymologie: εὐκοσμέω.

Greek Monolingual

εὐκόσμητος, -ον (Α)
ο στολισμένος καλά, ο καλλωπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοσμητός (< κοσμώ «στολίζω»)].

Greek Monotonic

εὐκόσμητος: -ον (κοσμέω), καλοστολισμένος, καλοδιακοσμημένος, σε Ομηρ. Ύμν.