ἐπισταθμία: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(13)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπισταθμία]]<br />Α και [[ἐπισταθμεία]]) [[επίσταθμος]]<br />[[κατάλυμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[παραμονή]] στρατιωτικού σώματος σε στεγασμένους χώρους [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πορείας<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποχρέωση]] παροχής καταλύματος σε στρατιώτη.
|mltxt=η (AM [[ἐπισταθμία]]<br />Α και [[ἐπισταθμεία]]) [[επίσταθμος]]<br />[[κατάλυμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[παραμονή]] στρατιωτικού σώματος σε στεγασμένους χώρους [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πορείας<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποχρέωση]] παροχής καταλύματος σε στρατιώτη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισταθμία:''' ἡ, [[υποχρέωση]] παροχής καταλύματος σε κάποιον, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 982] ἡ, das Einkehren in ein Quartier, ποιεῖσθαι παρά τινι, sich einquartieren, D. Sic. 17, 47; die Einquartierung od. Verpflichtung, Einquartierung zu nehmen, Plut. Sert. 6 u. a. Sp.; v. l. ist oft ἐπισταθμεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισταθμία: ἡ, κατάλυμα, ἐπ. ποιεῖσθαι παρά τινι, καταλύειν παρά τινι, Διόδ. 17. 47 (διάφ. γραφ. -είαν), πρβλ. Ἐκλογ. 603. 92 καὶ 96. ΙΙ. ὑποχρέωσις τοῦ παρέχειν κατάλυμα εἴς τινα, κυρίως εἰς στρατιώτην, μάλιστα δὲ τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξας ἠγαπήθη, «τῆς ἀνάγκης τοῦ οἴκησιν καὶ τροφὴν παρέχειν τοῖς στρατιώταις· τοῦτο γὰρ ἐσήμαινον αἱ ἐπισταθμίαι, ὃ παρὰ τοῖς Τούρκοις τὰ καλούμενα κονάκια» Κοραῆς (τ. 4. σ. 330), Πλουτ. Σερτώρ. 6, Κικ. Ἀττ. 13. 52, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 logement militaire, quartier;
2 obligation de loger (des militaires, certains personnages, etc.).
Étymologie: ἐπίσταθμος.

Greek Monolingual

η (AM ἐπισταθμία
Α και ἐπισταθμεία) επίσταθμος
κατάλυμα
νεοελλ.
η παραμονή στρατιωτικού σώματος σε στεγασμένους χώρους κατά τη διάρκεια πορείας
αρχ.
υποχρέωση παροχής καταλύματος σε στρατιώτη.

Greek Monotonic

ἐπισταθμία: ἡ, υποχρέωση παροχής καταλύματος σε κάποιον, σε Πλούτ.