καρύκη: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρύκη]], ἡ (Α)<br />([[ιδίως]] στη [[Λυδία]]) [[είδος]] σάλτσας με [[αίμα]] και μπαχαρικά («εἴποις δ' ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. [[δάνειο]] από τη Λυδική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρυκεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρύκινος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καρυκοειδής]], [[καρυκοποιός]].
|mltxt=[[καρύκη]], ἡ (Α)<br />([[ιδίως]] στη [[Λυδία]]) [[είδος]] σάλτσας με [[αίμα]] και μπαχαρικά («εἴποις δ' ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. [[δάνειο]] από τη Λυδική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρυκεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρύκινος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καρυκοειδής]], [[καρυκοποιός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰρύκη:''' [ῡ], ἡ, περσικό [[πιάτο]] αποτελούμενο από [[αίμα]] και πλούσια καρυκεύματα, μπαχαρικά, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῡκη Medium diacritics: καρύκη Low diacritics: καρύκη Capitals: ΚΑΡΥΚΗ
Transliteration A: karýkē Transliteration B: karykē Transliteration C: karyki Beta Code: karu/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A rich sauce, invented by the Lydians, composed of blood and spices, Pherecr.181, Ath.12.516c, Gal.8.568, Max.Tyr.3.9, Luc.Tim.54: in pl., Ath.4.160b, Plu.2.664a. (Freq. written καρύκκη in codd. (as also in derivs.), and this spelling is preferred by Hdn.Gr.1.317.)

German (Pape)

[Seite 1331] ἡ, eigtl. eine von den Lydern erfundene, mit Blut zubereitete, leckerhafte Brühe, Ath. XII, 576 c, vgl. IV, 160 b u. VLL.; übh. sein zugerichtete Speise, bes. Brühe, Luc. Tim. 54 Plut. Symp. 4, 1, 3 E; ζωμοῦ κ. Poll. 6, 56.

Greek (Liddell-Scott)

καρύκη: ῡ, ἡ, «βρῶμα Λύδιον ἐξ αἵματος καὶ ἡδυσμάτων συγκείμενον» Ἡσύχ.· ταρίχη πνικτὰ καὶ καρύκη Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Λυδικὴν καρύκην αὐτόθι 89, πρβλ. Ἡσύχ., Ἀθήν. 516C, πρβλ. 160Β, Πλούτ. 2. 664A, Λουκ. Τίμ. 54· ζωμοῦ κ. Πολυδ. Ϛ’, 56.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
civet lydien ; ragoût délicat en gén.
Étymologie: DELG emprunt lydien.

Greek Monolingual

καρύκη, ἡ (Α)
(ιδίως στη Λυδία) είδος σάλτσας με αίμα και μπαχαρικά («εἴποις δ' ἄν ζωμοὺς καρύκην, καρυκεύματα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Λυδική.
ΠΑΡ. καρυκεύω
αρχ.
καρύκινος.
ΣΥΝΘ. αρχ. καρυκοειδής, καρυκοποιός.

Greek Monotonic

κᾰρύκη: [ῡ], ἡ, περσικό πιάτο αποτελούμενο από αίμα και πλούσια καρυκεύματα, μπαχαρικά, σε Λουκ.