καρυκοειδής
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
καρυκοειδές, like καρύκη, of the consistency and appearance of κ., Hp.Epid.4.25.
German (Pape)
[Seite 1331] ές, = Vorigem; Hippocr.; Galen. erkl. ὕφαιμος.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρῡκοειδής: -ές, = τῷ προηγ., Ἱππ. 1129D.
Greek Monolingual
καρυκοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της καρύκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ανθρωποειδής, ατρακτοειδής].