καρυκοειδής

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῡκοειδής Medium diacritics: καρυκοειδής Low diacritics: καρυκοειδής Capitals: ΚΑΡΥΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: karykoeidḗs Transliteration B: karykoeidēs Transliteration C: karykoeidis Beta Code: karukoeidh/s

English (LSJ)

καρυκοειδές, like καρύκη, of the consistency and appearance of κ., Hp.Epid.4.25.

German (Pape)

[Seite 1331] ές, = Vorigem; Hippocr.; Galen. erkl. ὕφαιμος.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρῡκοειδής: -ές, = τῷ προηγ., Ἱππ. 1129D.

Greek Monolingual

καρυκοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της καρύκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ανθρωποειδής, ατρακτοειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρυκοειδής -ές [καρύκη, εἶδος] lijkend op καρύκη.