καταχορδεύω: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταχορδεύω]] και καταχορδῶ, -έω (Α)<br />[[κατακόβω]] τις σάρκες σαν χορδές, [[σχίζω]] το [[κρέας]] του σώματος σε λωρίδες («καταχορδεύειν τινὰ ἐν βασάνοις», Θεμίστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χορδεύω]] «[[κατασκευάζω]] [[αλλαντικά]]» (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] «[[έντερο]]»)]. | |mltxt=[[καταχορδεύω]] και καταχορδῶ, -έω (Α)<br />[[κατακόβω]] τις σάρκες σαν χορδές, [[σχίζω]] το [[κρέας]] του σώματος σε λωρίδες («καταχορδεύειν τινὰ ἐν βασάνοις», Θεμίστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χορδεύω]] «[[κατασκευάζω]] [[αλλαντικά]]» (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]] «[[έντερο]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταχορδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατακόπτω]] [[κάτι]] όπως το [[κρέας]] που προετοιμάζεται για [[λουκάνικο]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A mince up as for a sausage, κ. [τὴν γαστέρα] Hdt.6.75; κ. τινὰ ἐν βασάνοις Them. Or.21.261d.
Greek (Liddell-Scott)
καταχορδεύω: κατακόπτω τι ὡς τὸ κρέας πρὸς παρασκευὴν ἀλλᾶντος (πρβλ. χορδεύω), καταχ. τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 6. 75˙ ὅλον ἑαυτὸν καταχορδεύων διέφθειρε Λογγῖνος 31. 2˙ κατ. τινὰ ἐν βασάνοις Θεμίστ. 261D˙- ὡσαύτως καταχορδέω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
arracher les entrailles ; éventrer, acc..
Étymologie: κατά, χορδή.
Greek Monolingual
καταχορδεύω και καταχορδῶ, -έω (Α)
κατακόβω τις σάρκες σαν χορδές, σχίζω το κρέας του σώματος σε λωρίδες («καταχορδεύειν τινὰ ἐν βασάνοις», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χορδεύω «κατασκευάζω αλλαντικά» (< χορδή «έντερο»)].
Greek Monotonic
καταχορδεύω: μέλ. -σω, κατακόπτω κάτι όπως το κρέας που προετοιμάζεται για λουκάνικο, σε Ηρόδ.