μονολέων: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(25)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονολέων]], ιων. τ. μουνολέων, -οντος, ὁ (Α)<br />πολύ μεγάλο, μοναδικό στο [[είδος]] του [[λιοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λέων]].
|mltxt=[[μονολέων]], ιων. τ. μουνολέων, -οντος, ὁ (Α)<br />πολύ μεγάλο, μοναδικό στο [[είδος]] του [[λιοντάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λέων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονολέων:''' Ιων. μουνο-, μοναδικό τεράστιο [[λιοντάρι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονολέων Medium diacritics: μονολέων Low diacritics: μονολέων Capitals: ΜΟΝΟΛΕΩΝ
Transliteration A: monoléōn Transliteration B: monoleōn Transliteration C: monoleon Beta Code: monole/wn

English (LSJ)

Ion. μουνο-, οντος, ὁ,

   A solitary, i. e. singularly fierce, lion, AP6.221 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 203] οντος, ὁ, u. p. μουνολέων, Leonid. Al. 12 (VI, 221), der einzelne od. der ungewöhnlich große Löwe, der einzig in seiner Art ist.

Greek (Liddell-Scott)

μονολέων: Ἰων. μουν-, οντος, ὁ, μόνος, μοναδικὸς εἰς τὸ εἶδός του λέων, δηλ. κατ’ ἐξοχὴν μέγας, πελώριος λέων, Ἀνθ. Π. 6. 221· πρβλ. μονόλυκος.

Greek Monolingual

μονολέων, ιων. τ. μουνολέων, -οντος, ὁ (Α)
πολύ μεγάλο, μοναδικό στο είδος του λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λέων.

Greek Monotonic

μονολέων: Ιων. μουνο-, μοναδικό τεράστιο λιοντάρι, σε Ανθ.