ἤθω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἤθω''': [[σπάνιος]] [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ἠθέω]] (ὃ ἴδε), Ἱππ. παρὰ Γαλην. (Ἐκ τῆς √ΣΑ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σάω, [[σήθω]]· καὶ τοῦτο δύναται νὰ δικαιολογήσῃ τὸν τύπον [[ἠθμός]], ἴδε ἐν λέξει). | |lstext='''ἤθω''': [[σπάνιος]] [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[ἠθέω]] (ὃ ἴδε), Ἱππ. παρὰ Γαλην. (Ἐκ τῆς √ΣΑ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ σάω, [[σήθω]]· καὶ τοῦτο δύναται νὰ δικαιολογήσῃ τὸν τύπον [[ἠθμός]], ἴδε ἐν λέξει). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἤθω:''' [[σπάνιος]] [[τύπος]] [[ισοδύναμος]] του [[ἠθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
English (LSJ)
collat. form of ἠθέω (q.v.), aor. 1 ἦσα, Hp. ap. Gal.19.103.
German (Pape)
[Seite 1157] = ἠθέω, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἤθω: σπάνιος τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἠθέω (ὃ ἴδε), Ἱππ. παρὰ Γαλην. (Ἐκ τῆς √ΣΑ παράγονται ὡσαύτως τὰ σάω, σήθω· καὶ τοῦτο δύναται νὰ δικαιολογήσῃ τὸν τύπον ἠθμός, ἴδε ἐν λέξει).
Greek Monotonic
ἤθω: σπάνιος τύπος ισοδύναμος του ἠθέω.