ναρκάω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only aor., νάρκησε, [[was]] [[palsied]], Il. 8.328†.
|auten=only aor., νάρκησε, [[was]] [[palsied]], Il. 8.328†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ναρκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, Επικ. αόρ. αʹ <i>νάρκησα</i>· [[γίνομαι]] [[άκαμπτος]], καθίσταμαι [[δυσκίνητος]] ή ναρκώνομαι, Λατ. torpere, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:54, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναρκάω Medium diacritics: ναρκάω Low diacritics: ναρκάω Capitals: ΝΑΡΚΑΩ
Transliteration A: narkáō Transliteration B: narkaō Transliteration C: narkao Beta Code: narka/w

English (LSJ)

fut. -ήσω LXX Da.11.6:—

   A grow stiff or numb, χεὶρ νάρκησε Il.8.328; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ Pl.Men.80b; ψυχῆς ναρκώσης Democr.290; τὸ ἡσυχάζον ναρκᾷ Epicur.Sent.Vat.11; τὸ νεῦρον ὃ ἐνάρκησεν LXX Ge.32.32(33); χεὶρ νεναρκηκυῖα J.AJ8.8.5; of the numbness caused by the fish νάρκη, Arist.HA620b19, cf. Pl.Men. 84b; ναρκῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα Theoc.27.51.

German (Pape)

[Seite 229] starr, gelähmt werden, erstarren; νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ, Il. 8, 328, die Hand wurde gelähmt od. erstarrte, weil die Sehnen an der Handwurzel durchschnitten waren; ναρκᾶν ποιεῖ, macht erstarren, Plat. Men. 80 a; ἔγωγε καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ, ib. b; so auch A.; ἔλαφος γυῖα ναρκήσας, Babr. 46, 1; bei Ath. ist von dem Fische νάρκη gesagt ναρκᾶν καὶ ἀκινητίζειν ποιεῖ, VII, 314 c; von der Wirkung der Kälte, ἡττωμένῳ τῷ θερμῷ τὸ πήγνυσθαι καὶ ναρκᾶν ἐπιγίγνεται, Plut. de prim. frig. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ναρκάω: γίνομαι δυσκίνητος, ναρκοῦμαι, Λατ. torpere, χεὶρ νάρκησε Ἰλ. Θ. 328· τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ Πλάτ. Μένων 80Β, πρβλ. 48Β· ἐπὶ τῆς ἀναισθησίας ἣν προξενεῖ ὁ ἰχθὺς νάρκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 3· ναρκῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα Θεόκρ. 27. 50· πρβλ. μαλκίω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être engourdi.
Étymologie: νάρκη.

English (Autenrieth)

only aor., νάρκησε, was palsied, Il. 8.328†.

Greek Monotonic

ναρκάω: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ νάρκησα· γίνομαι άκαμπτος, καθίσταμαι δυσκίνητος ή ναρκώνομαι, Λατ. torpere, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.