στεγαστρίς: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που χρησιμεύει ως [[κάλυμμα]] («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας [[ἔξωθεν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>πιθ.</b> το [[γείσο]] οικοδομήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεγάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] (<b>πρβλ.</b> <i>αυλη</i>-[[τρίς]])].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτή που χρησιμεύει ως [[κάλυμμα]] («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας [[ἔξωθεν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>πιθ.</b> το [[γείσο]] οικοδομήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεγάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] (<b>πρβλ.</b> <i>αυλη</i>-[[τρίς]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στεγαστρίς:''' ἡ ([[στεγάζω]]), αυτή που χρησιμεύει ως [[κάλυμμα]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγαστρίς Medium diacritics: στεγαστρίς Low diacritics: στεγαστρίς Capitals: ΣΤΕΓΑΣΤΡΙΣ
Transliteration A: stegastrís Transliteration B: stegastris Transliteration C: stegastris Beta Code: stegastri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A serving for waterproof covering. διφθέραι Hdt. 1.194.    II as Subst., prob. roof, OGI109.4 (Antaeopolis, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 932] ίδος, ἡ, bedeckend, διφθέραι, Her. 1, 194.

Greek (Liddell-Scott)

στεγαστρίς: ἡ, τὸ χρησιμεῦον ὡς κάλυμμα, διφρέρα Ἡρόδ. 1. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πιθαν., τὸ γεῖσον, ἡ «κορνίζα» οἰκοδομήματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4712, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
qui couvre.
Étymologie: στεγάζω.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας ἔξωθεν», Ηρόδ.)
2. ως ουσ. πιθ. το γείσο οικοδομήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].

Greek Monotonic

στεγαστρίς: ἡ (στεγάζω), αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα, σε Ηρόδ.