ῥοδόμηλον: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. ῥοδομᾱλον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> ροδόχρωμο [[μήλο]]<br /><b>2.</b> [[γλύκισμα]] από [[κυδώνι]] και ροδοπέταλα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> παχουλό και ροδόχρωμο [[μάγουλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[μῆλον]] / [[μᾶλον]].
|mltxt=και δωρ. τ. ῥοδομᾱλον, τὸ, Α<br /><b>1.</b> ροδόχρωμο [[μήλο]]<br /><b>2.</b> [[γλύκισμα]] από [[κυδώνι]] και ροδοπέταλα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> παχουλό και ροδόχρωμο [[μάγουλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[μῆλον]] / [[μᾶλον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥοδόμηλον:''' Δωρ. -[[μᾶλον]], τό, ρόδινο [[μήλο]]· μεταφ., ρόδινο και ευτραφές [[μάγουλο]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόμηλον Medium diacritics: ῥοδόμηλον Low diacritics: ροδόμηλον Capitals: ΡΟΔΟΜΗΛΟΝ
Transliteration A: rhodómēlon Transliteration B: rhodomēlon Transliteration C: rodomilon Beta Code: r(odo/mhlon

English (LSJ)

Dor. -μᾱλον, τό,

   A rose-apple: metaph. of a plump rosy cheek, Theoc.23.8 (ῥοδομάλλον codd., ῥόδα μάλων Ahrens).    II a confection of roses and quinces, Alex.Trall.1.10.

German (Pape)

[Seite 846] τό, eine Marmelade von Quitten mit Rosen gekocht, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόμηλον: Δωρ. - μᾶλον, τό, ῥόδινον μῆλον· μεταφορ., παρειὰ εὐτραφὴς καὶ ῥοδόχρους, Θεόκρ. 23.8. ΙΙ. γλύκυσμα ἐκ ῥόδων καὶ κυδωνίων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 8.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 pomme-rose, fig. càd joue vermeille ou fraîche comme une rose;
2 confiture de coings et de roses.
Étymologie: ῥόδον, μῆλον².

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ῥοδομᾱλον, τὸ, Α
1. ροδόχρωμο μήλο
2. γλύκισμα από κυδώνι και ροδοπέταλα
3. μτφ. παχουλό και ροδόχρωμο μάγουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + μῆλον / μᾶλον.

Greek Monotonic

ῥοδόμηλον: Δωρ. -μᾶλον, τό, ρόδινο μήλο· μεταφ., ρόδινο και ευτραφές μάγουλο, σε Θεόκρ.