πολυσπαθής: Difference between revisions

From LSJ
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />ο [[πυκνά]] υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα [[κερκίδα]] πέπλων εὔθροον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπάθη]] «υφαντουργικό [[εργαλείο]]»).
|mltxt=-ές, Α<br />ο [[πυκνά]] υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα [[κερκίδα]] πέπλων εὔθροον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπάθη]] «υφαντουργικό [[εργαλείο]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυσπᾰθής:''' -ές ([[σπάθη]]), [[πυκνά]] υφασμένος, με πυκνή [[πλέξη]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσπᾰθής Medium diacritics: πολυσπαθής Low diacritics: πολυσπαθής Capitals: ΠΟΛΥΣΠΑΘΗΣ
Transliteration A: polyspathḗs Transliteration B: polyspathēs Transliteration C: polyspathis Beta Code: poluspaqh/s

English (LSJ)

ές, (σπάθη)

   A close-woven, πέπλοι AP6.39 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 673] ές, viel durchwebt, dicht gewebt, πέπλα, Archi. 11 (VI, 39).

Greek (Liddell-Scott)

πολυσπᾰθής: -ές, (σπάθη) ὁ πολὺ σπαθητός, ὁ πυκνῶς ὑφασμένος, πολυσπαθέων πέπλων Ἀνθ. Π. 6. 39.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une trame très serrée.
Étymologie: πολύς, σπάθη.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο πυκνά υφασμένος ή ο πολύ υφασμένος («ἁ δὲ πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων εὔθροον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπαθής (< σπάθη «υφαντουργικό εργαλείο»).

Greek Monotonic

πολυσπᾰθής: -ές (σπάθη), πυκνά υφασμένος, με πυκνή πλέξη, σε Ανθ.