σκινδάλαμος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(37) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και σκινδαλαμός και [[σκινδαλμός]], ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σχινδάλαμος]]. | |mltxt=και σκινδαλαμός και [[σκινδαλμός]], ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σχινδάλαμος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκινδάλᾰμος:''' Αττ. [[σχινδάλαμος]], <i>ὁ</i>, μικρό [[κομμάτι]] ξύλου που έχει αποσχιστεί, [[πελεκούδι]], Λατ. [[scindula]]· μεταφ., <i>λόγων σχινδάλαμοι</i>, λεπτολογίες, αμφίσημα [[λόγια]], γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰλ], Att. σχινδάλᾰμος, ὁ,
A splinter, in form σχινδαλμός Hp.Mul.2.133 (σκινδαλαμός, σχιδαλαμός, etc. in codd.); σκινδαλμός, Dsc.1.18. II metaph., λόγων ἀκριβῶν σχινδάλαμοι strawsplittings, quibbles, Ar.Nu.130, cf. Ra.819, Luc.Hes.5; so σκινδαλμούς Alciphr.3.64:—cf. ἀνασχινδυλεύω.
German (Pape)
[Seite 899] ὁ, zsgzgn σκινδαλμός, attisch σχινδάλαμος u. σχινδαλμός, s. Ruhnk. Tim. 32 u. Piers. Moer. 360, ein gespaltenes, zugespitztes Stück Holz, Schindel, auch Pfahl, Spitzpfahl. – Uebertr.: βραδὺς λόγων ἀκριβῶν σχινδαλάμους μαθήσομαι Ar. Nubb. 131; σχινδαλάμων παραξόνια (s. dieses Wort) Ran. 818; Spitzfindigkeiten, Schol. λεπτολογίαι, ἀπὸ τῆς σχίσεως τῶν καλάμων; Alciphr. 3, 64 σκινδαλμοὺς λόγων ἐκμαθών; vgl. Luc. diss. c. Hes. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
éclat de bois, copeau aigu, écharde.
Étymologie: cf. σκίζω.
Greek Monolingual
και σκινδαλαμός και σκινδαλμός, ὁ, Α
βλ. σχινδάλαμος.
Greek Monotonic
σκινδάλᾰμος: Αττ. σχινδάλαμος, ὁ, μικρό κομμάτι ξύλου που έχει αποσχιστεί, πελεκούδι, Λατ. scindula· μεταφ., λόγων σχινδάλαμοι, λεπτολογίες, αμφίσημα λόγια, γρίφοι, σοφιστείες, σε Αριστοφ.