προσφαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[φαίνομαι]]<br />εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] επί [[πλέον]] («ἐκ τῶν κατὰ τὴν αἴσθησιν ἡμῶν προσφαινομένων», Γρηγ. Νύσσ.). | |mltxt=Α [[φαίνομαι]]<br />εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] επί [[πλέον]] («ἐκ τῶν κατὰ τὴν αἴσθησιν ἡμῶν προσφαινομένων», Γρηγ. Νύσσ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσφαίνομαι:''' Παθ., εμφανίζομαι [[επιπλέον]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A appear besides, π. κοινωνός τινος Aristid.Or. 45(8).24; f.l. for προφ- in X.Cyr.4.5.57 codd.; cf. ποτιφαίνω.
German (Pape)
[Seite 785] dabei, daneben erscheinen, herbei kommen u. sich zeigen, Xen. Cyr. 4, 5, 57, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
προσφαίνομαι: Παθ., φαίνομαι προσέτι, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 57, Ἰωσήπ. Μακκ. 4.
French (Bailly abrégé)
paraître en outre.
Étymologie: πρός, φαίνομαι.
Greek Monolingual
Α φαίνομαι
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι επί πλέον («ἐκ τῶν κατὰ τὴν αἴσθησιν ἡμῶν προσφαινομένων», Γρηγ. Νύσσ.).
Greek Monotonic
προσφαίνομαι: Παθ., εμφανίζομαι επιπλέον, σε Ξεν.