καταλογίζομαι: Difference between revisions
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> καταλογιοῦμαι, <i>ao. au sens Act.</i> κατελογισάμην, <i>au sens Pass.</i> κατελογίσθην;<br /><b>1</b> tenir compte, imputer : [[πρός]] τινα [[εὐεργέτημα]] DÉM tenir compte à qqn d’un bienfait ; [[τι]] [[ἐν]] ἀρετῇ ESCHN tenir compte de qch comme d’une vertu;<br /><b>2</b> calculer, conjecturer, supposer;<br /><b>3</b> compter parmi : [[ἐν]] τοῖς ἀδίκοις τινα XÉN compter qqn parmi les hommes injustes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λογίζομαι]]. | |btext=<i>f.</i> καταλογιοῦμαι, <i>ao. au sens Act.</i> κατελογισάμην, <i>au sens Pass.</i> κατελογίσθην;<br /><b>1</b> tenir compte, imputer : [[πρός]] τινα [[εὐεργέτημα]] DÉM tenir compte à qqn d’un bienfait ; [[τι]] [[ἐν]] ἀρετῇ ESCHN tenir compte de qch comme d’une vertu;<br /><b>2</b> calculer, conjecturer, supposer;<br /><b>3</b> compter parmi : [[ἐν]] τοῖς ἀδίκοις τινα XÉN compter qqn parmi les hommes injustes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λογίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταλογίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[λογαριάζω]], [[αριθμώ]], [[υπολογίζω]], σε Ξεν.· κ. τὸ [[εὐεργέτημα]] [[πρός]] τινα, το [[σημειώνω]] σε λογαριασμό του, σε Δημ.· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ' [[ὑμῖν]] ἐν ἀρετῇ, [[κανείς]] να μην λογαριάζει αυτό ως [[αρετή]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[λογαριάζω]] ή [[υπολογίζω]], Λατ. annumerare, <i>τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
A count up, reckon, X.An.5.6.16, HG3.2.18; κ. εὐεργέτημα πρός τινα put it down to his account, D.7.6; μηδ' ἐν ἀρετῇ τοῦθ' ὑμῶν μηδεὶς -λογιζέσθω let no one impute it as a virtue, Aeschin.3.202: c. inf., κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι App.Ill.16. II count, reckon among, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις X.Mem.2.2.1:—Pass., ἔν τισι -λογισθῆναι LXXIs.14.10, Wi. 5.5. III recount in order, τισὶ τὰ ἔργα τὰ ἑαυτοῦ App.Syr.61, cf. Mac.19.
German (Pape)
[Seite 1361] dazu-, darunterrechnen; ἐν τοῖς ἀδίκοις τοὺς ἀχαρίστους Xen. Mem. 2, 2, 1; ἐν ἀρετῇ μηδεὶς καταλογιζέσθω, als Tugend anrechnen, Aesch. 3, 202; οὐχ ἵν' εὐεργέτημά τι καταλογίσηται πρὸς ὑμᾶς Dem. 7, 6; Sp. aufzählen, hererzählen, der Reihe nach, App. Syr. 61 u. öfter. – Zusammenrechnen, erwägen, überdenken, Xen. An. 5, 6, 16 Hell. 3, 2, 18.
Greek (Liddell-Scott)
καταλογίζομαι: μέλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι· ἀποθ.·- λογαριάζω, ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16, Ἑλλ. 3. 2. 18· κ. τὸ εὐεργέτημα πρός τινα, τὸ σημειώνω εἰς λογαριασμὸν του, Δημ. 78. 7· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ’ ὑμῖν ἐν ἀρετῇ, μηδεὶς ἂς λογαριάζῃ τοῦτο εἰς ὑμᾶς ὡς ἀρετὴν, Αἰσχίν. 82. 40· μετ’ἀπαρ., κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι Ἀππ. Ἰλλυρ. 16. ΙΙ. λογαριάζω ἢ ὑπολογίζω μεταξύ, ἐναριθμῶ, λατ. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις κ. Ξεν. Ἀπομ. 2. 2. 1.- Παθ. κατελογίσθην ἐν Ἑβδ. ΙΙΙ. ἀφηγοῦμαι κατὰ σειρὰν, Ἀππ. Συρ. 61· κατελογίσατο τῷ δήμῳ πάντα Μακεδ. 17.
French (Bailly abrégé)
f. καταλογιοῦμαι, ao. au sens Act. κατελογισάμην, au sens Pass. κατελογίσθην;
1 tenir compte, imputer : πρός τινα εὐεργέτημα DÉM tenir compte à qqn d’un bienfait ; τι ἐν ἀρετῇ ESCHN tenir compte de qch comme d’une vertu;
2 calculer, conjecturer, supposer;
3 compter parmi : ἐν τοῖς ἀδίκοις τινα XÉN compter qqn parmi les hommes injustes.
Étymologie: κατά, λογίζομαι.
Greek Monotonic
καταλογίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.·
I. λογαριάζω, αριθμώ, υπολογίζω, σε Ξεν.· κ. τὸ εὐεργέτημα πρός τινα, το σημειώνω σε λογαριασμό του, σε Δημ.· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ' ὑμῖν ἐν ἀρετῇ, κανείς να μην λογαριάζει αυτό ως αρετή, σε Αισχίν.
II. λογαριάζω ή υπολογίζω, Λατ. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις, σε Ξεν.