συμψάω: Difference between revisions
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συμμαζεύω]], [[τακτοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[εξαλείφω]]<br /><b>3.</b> (για ποταμό) [[παρασύρω]] («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον [[οἰχώκεε]] φέρων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συλλαμβάνω]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>συμψάομαι</i><br /><b>μτφ.</b> εξαφανίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψάω</i> «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συμμαζεύω]], [[τακτοποιώ]]<br /><b>2.</b> [[εξαλείφω]]<br /><b>3.</b> (για ποταμό) [[παρασύρω]] («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον [[οἰχώκεε]] φέρων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συλλαμβάνω]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>συμψάομαι</i><br /><b>μτφ.</b> εξαφανίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψάω</i> «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμψάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περισυλλέγω]], [[σαρώνω]], επιχώνω, λέγεται για ορμητικό ποταμό, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
A rake together, συμψήσασα τἀργυρίδιον Eup.113; εὗρεν . . συμψῶντας τὸν ψυγμόν (the corn in the drying place) PPetr.2p.110 (iii B.C.); συμψῆσαι obliterate the traces left by anything in sand, Ar.Nu.975 (anap.); of a rapid river, sweep away, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων Hdt.1.189, cf. Iamb. ap. Suid. s.v., Eus.Mynd.63; carry off, arrest a man, PTeb.13.15,48.31 (both ii B.C.):—Pass., to be swept up or away, εὗρον τὸν ψυγμὸν συνεψημένον PRyl.139.11 (i A.D.): aor. -εψήσθην, LXXJe.22.19, 31(48).33.
German (Pape)
[Seite 994] (s. ψάω), zusammenscharren; συμψῆσαι, Ar. Nubb. 962; bes. den Sand; dah. von einem Flusse, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων, Her. 1, 189, mit Sand oder Schlamm bedecken und zu Grunde reißen; u. so Iambl. bei Stob. ecl. phys. 2, 9 p. 416.
Greek (Liddell-Scott)
συμψάω: περισυνάγω, συμψήσασα τἀργυρίδιον Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 42˙ συμψῆσαι, ἐξαλεῖψαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 975˙ ἐπὶ ποταμοῦ ὁρμητικῶς φερομένου, παρασύρω, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων Ἡρόδ. 1. 189, πρβλ. Ἰάμβλιχ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Εὐσ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. Ι. 416 ― Παθ., ἀόρ. -εψήσθην, παρεσύρθην, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΒʹ, 19., ΛΑʹ, 33).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 aplanir en grattant, en raclant;
2 p. anal. aplanir ; faire disparaître en entraînant dans l’eau.
Étymologie: σύν, ψάω.
Greek Monolingual
Α
1. συμμαζεύω, τακτοποιώ
2. εξαλείφω
3. (για ποταμό) παρασύρω («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων», Ηρόδ.)
4. συλλαμβάνω
5. παθ. συμψάομαι
μτφ. εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ψάω «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»].
Greek Monolingual
Α
1. συμμαζεύω, τακτοποιώ
2. εξαλείφω
3. (για ποταμό) παρασύρω («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων», Ηρόδ.)
4. συλλαμβάνω
5. παθ. συμψάομαι
μτφ. εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ψάω «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»].
Greek Monotonic
συμψάω: μέλ. -ήσω, περισυλλέγω, σαρώνω, επιχώνω, λέγεται για ορμητικό ποταμό, σε Ηρόδ.