συμψάω
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
rake together, συμψήσασα τἀργυρίδιον Eup.113; εὗρεν.. συμψῶντας τὸν ψυγμόν (the corn in the drying place) PPetr.2p.110 (iii B.C.); συμψῆσαι obliterate the traces left by anything in sand, Ar.Nu.975 (anap.); of a rapid river, sweep away, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων Hdt.1.189, cf. Iamb. ap. Suid. s.v., Eus.Mynd.63; carry off, arrest a man, PTeb.13.15,48.31 (both ii B.C.):—Pass., to be swept up or away, εὗρον τὸν ψυγμὸν συνεψημένον PRyl.139.11 (i A.D.): aor. -εψήσθην, LXX Je.22.19, 31(48).33.
German (Pape)
[Seite 994] (s. ψάω), zusammenscharren; συμψῆσαι, Ar. Nubb. 962; bes. den Sand; dah. von einem Flusse, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων, Her. 1, 189, mit Sand oder Schlamm bedecken und zu Grunde reißen; u. so Iambl. bei Stob. ecl. phys. 2, 9 p. 416.
French (Bailly abrégé)
συμψῶ :
1 aplanir en grattant, en raclant;
2 p. anal. aplanir ; faire disparaître en entraînant dans l'eau.
Étymologie: σύν, ψάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-ψάω bij elkaar vegen. Aristoph. Nub. 975. meesleuren. Hdt. 1.189.1.
Russian (Dvoretsky)
συμψάω:
1 сгребать, заметать следы (на песке) Arph.;
2 (о реке), сносить, уносить, увлекать (с собой) (τὸν ἵππον Her.).
Greek Monolingual
Α
1. συμμαζεύω, τακτοποιώ
2. εξαλείφω
3. (για ποταμό) παρασύρω («ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων», Ηρόδ.)
4. συλλαμβάνω
5. παθ. συμψάομαι
μτφ. εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ψάω «διαλύομαι, διαχέομαι, εξαφανίζομαι»].
Greek Monotonic
συμψάω: μέλ. -ήσω, περισυλλέγω, σαρώνω, επιχώνω, λέγεται για ορμητικό ποταμό, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
συμψάω: περισυνάγω, συμψήσασα τἀργυρίδιον Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 42˙ συμψῆσαι, ἐξαλεῖψαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 975˙ ἐπὶ ποταμοῦ ὁρμητικῶς φερομένου, παρασύρω, ὁ ποταμὸς τὸν ἵππον συμψήσας ὑποβρύχιον οἰχώκεε φέρων Ἡρόδ. 1. 189, πρβλ. Ἰάμβλιχ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Εὐσ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. Ι. 416 ― Παθ., ἀόρ. -εψήσθην, παρεσύρθην, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΒʹ, 19., ΛΑʹ, 33).