σπειρηδόν: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σχηματίζοντας σπείρες, ελικοειδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπεῖρα]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>)].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σχηματίζοντας σπείρες, ελικοειδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπεῖρα]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπειρηδόν:''' επίρρ.·<br /><b class="num">I.</b> ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ([[σπεῖρα]] II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά [[τριάντα]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειρηδόν Medium diacritics: σπειρηδόν Low diacritics: σπειρηδόν Capitals: ΣΠΕΙΡΗΔΟΝ
Transliteration A: speirēdón Transliteration B: speirēdon Transliteration C: speiridon Beta Code: speirhdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A in coils, Opp.H.1.516, Philum.Ven.22.2; in a ring, AP9.301 (Secund.); in zig-zag lines (= σπυριδόν, q.v.), γράφειν Sch.D.T. p.484 H.    II (σπεῖρα 11) of troops, in maniples, manipulatim, Plb.5.4.9, LXX 2 Ma.5.2; ἡ σ. μάχη Str.3.3.7.

German (Pape)

[Seite 918] adv., gewickelt; – σπειρηδὸν τάξας τοὺς πελταστάς, manipelweise, Pol. 5, 4, 9, vgl. 11, 11, 6; ἡ σπειρηδὸν μάχη, Strab. 3, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σπειρηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ σπείρας, ἑλικοειδῶς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 516, Ἀνθ. Π. 9. 301· σπ. γράφειν Α. Β. 1170. ΙΙ. (σπεῖρα ΙΙ) ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ σπείρας ἢ διλοχίας, manipulatim, Πολύβ. 5. 4, 9, κτλ.· ἡ σπ. μάχη Στράβ. 155.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en spirales;
2 par compagnies ou manipules.
Étymologie: σπεῖρα, -δον.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σχηματίζοντας σπείρες, ελικοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

σπειρηδόν: επίρρ.·
I. ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ.
II. (σπεῖρα II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά τριάντα, σε Πολύβ.