εὐχαίτης: Difference between revisions
εἰρήνην καλεῖς δὴ τὸ πολέμου τέλος → do you actually call the end of war peace, do you in fact call peace the end of war
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐχαίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για άλογα) αυτός που έχει ωραία [[χαίτη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («πρὸς εὐχαίτεω Γανυμήδεος», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> ως επίθ. του Διονύσου και του Άδη<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> (για δένδρα ή φυτά) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[φύλλωμα]], ο [[βαθύσκιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]]. | |mltxt=[[εὐχαίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για άλογα) αυτός που έχει ωραία [[χαίτη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («πρὸς εὐχαίτεω Γανυμήδεος», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> ως επίθ. του Διονύσου και του Άδη<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> (για δένδρα ή φυτά) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[φύλλωμα]], ο [[βαθύσκιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐχαίτης:''' -ου, ὁ ([[χαίτη]]), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά· λέγεται για δέντρα, ωραιόφυλλος, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with beautiful hair, Γανυμήδης Call.Epigr.53; epith. of Hades, Ath.Mitt.24.257 (Thrace); ofhorses, with beautiful mane, Poll. 5.83; of plants, with beautiful leaves, λωτός AP4.1.51 (Mel.); κισσός ib.9.669 (Marian.): also εὔχαιτος, ον, σώματα Herm. ap. Stob.1.49.60.
German (Pape)
[Seite 1108] ὁ, mit schönem, langem Haare, Ganymedes, Callim. 9, 56; Dionysus, Gaetul. 9 (IX, 409), wie Himer. or. 21, 8 u. Hymn. in Dion. (IX, 524); auch κισσός, Marian. Schol. 3 (IX, 669), schönrankig, wie λωτός, schönlaubig, Mel. 1, 51 (IV, 1).
Greek (Liddell-Scott)
εὐχαίτης: -ου, ὁ ἔχων ὡραίαν κόμην, Καλλ. Ἐπιγράμ. 56· ἔχων ὡραίαν χαίτην, Πολυδ. Ε΄, 83· ἔχων ὡραῖα φύλλα, Ἀνθ. Π. 4. 1, 51., 9. 669.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 à la belle ou épaisse chevelure;
2 au feuillage touffu ; boisé.
Étymologie: εὖ, χαίτη.
Greek Monolingual
εὐχαίτης, ὁ (Α)
1. (για άλογα) αυτός που έχει ωραία χαίτη
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία μαλλιά («πρὸς εὐχαίτεω Γανυμήδεος», Καλλ.)
3. ως επίθ. του Διονύσου και του Άδη
4. συνεκδ. (για δένδρα ή φυτά) αυτός που έχει ωραίο φύλλωμα, ο βαθύσκιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαίτη.
Greek Monotonic
εὐχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά· λέγεται για δέντρα, ωραιόφυλλος, σε Ανθ.