φρενώλης: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[παράφρων]], [[τρελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλλυμι]] «[[χάνω]], [[καταστρέφω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παν</i>-<i>ώλης</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[παράφρων]], [[τρελός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλλυμι]] «[[χάνω]], [[καταστρέφω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παν</i>-<i>ώλης</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φρενώλης:''' -ες ([[ὄλλυμι]]), αυτός που έχασε το [[μυαλό]] του, [[παράφρων]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A distraught in mind, frenzied, A.Th. 757 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1305] ες, zerrüttetes Geistes, wahnsinnig, Aesch. Spt. 739.
Greek (Liddell-Scott)
φρενώλης: -ες, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὰς ἑαυτοῦ φρένας, παράφρων, Αἰσχύλ. Θήβ. 757. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a l’esprit perdu.
Étymologie: φρήν, ὄλλυμι.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) παράφρων, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ώλης (< ὄλλυμι «χάνω, καταστρέφω»), πρβλ. παν-ώλης. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
φρενώλης: -ες (ὄλλυμι), αυτός που έχασε το μυαλό του, παράφρων, σε Αισχύλ.