ψαλιδόστομος: Difference between revisions
From LSJ
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (ως [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] του κάβουρα) αυτός που το [[στόμα]] του μοιάζει με [[ψαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαλίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-<i>στομος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />(στον <b>Αριστοφ.</b>) (ως [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] του κάβουρα) αυτός που το [[στόμα]] του μοιάζει με [[ψαλίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαλίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-<i>στομος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψᾰλῐδόστομος:''' -ον, αυτός που έχει [[στόμα]] σαν [[ψαλίδα]], λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A nipper-mouthed, Com. epith. of crabs, Batr.295.
German (Pape)
[Seite 1390] Scheermund, kom. Beiw. der Taschenkrebse, Batr. 297.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰλιδόστομος: -ον, ὁ ἔχων στόμα ὅμοιον ψαλίδι, κωμικὸν ἐπίθ. καρκίνου, Βατραχομ. 297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la bouche est une pince, dont la bouche est armée de pinces (crabe).
Étymologie: ψαλίς, στόμα.
Greek Monolingual
-ον, Α
(στον Αριστοφ.) (ως κωμικός χαρακτηρισμός του κάβουρα) αυτός που το στόμα του μοιάζει με ψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκό-στομος].
Greek Monotonic
ψᾰλῐδόστομος: -ον, αυτός που έχει στόμα σαν ψαλίδα, λέγεται για τον κάβουρα, σε Βατραχομ.