διαψιθυρίζω: Difference between revisions
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαψιθυρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] ψιθυριστά<br /><b>2.</b> [[ψιθυρίζω]] αμοιβαία. | |mltxt=[[διαψιθυρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] ψιθυριστά<br /><b>2.</b> [[ψιθυρίζω]] αμοιβαία. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαψῐθῠρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ψιθυρίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον κι έτσι [[διαδίδω]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
A whisper, πρὸς τὸ οὖς προσπίπτων δ. Thphr.Char.2.10. II whisper among themselves, LXXSi.12.18, Plb.15.26.8, Luc. Gall.25.
German (Pape)
[Seite 614] durchzischeln, flüstern, Pol. 15, 26, 8; πρὸς ἀλλήλους, Luc. Somn. 25.
Greek (Liddell-Scott)
διαψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἀμοιβαίως (-ομεν πρὸς ἀλλήλους), Πολύβ. 15. 26, 8, Λουκ. Ἀλεκ. 25.
French (Bailly abrégé)
murmurer, chuchoter.
Étymologie: διά, ψιθυρίζω.
Spanish (DGE)
murmurar πρὸς τὸ οὖς Thphr.Char.2.10, πολλά LXX Si.12.18, unos c. otros, Plb.15.26.8, πρὸς ἀλλήλους Luc.Gall.25, Procop.Aed.1.3.8, en v. pas. διαψιθυριζόμενα murmuraciones Procop.Goth.4.32.30.
Greek Monolingual
διαψιθυρίζω (Α)
1. μιλώ ψιθυριστά
2. ψιθυρίζω αμοιβαία.
Greek Monotonic
διαψῐθῠρίζω: μέλ. -σω, ψιθυρίζω κάτι σε κάποιον κι έτσι διαδίδω, σε Λουκ.