λυραοιδός: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυραοιδός]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λυρωδός]].
|mltxt=[[λυραοιδός]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λυρωδός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῠραοιδός:''' ὁ, ἡ, αυτός που τραγουδάει με [[συνοδεία]] λύρας, σε Ανθ.· συνηρ. [[λυρῳδός]], στον ίδ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠρᾰοιδός Medium diacritics: λυραοιδός Low diacritics: λυραοιδός Capitals: ΛΥΡΑΟΙΔΟΣ
Transliteration A: lyraoidós Transliteration B: lyraoidos Transliteration C: lyraoidos Beta Code: luraoido/s

English (LSJ)

(or rather λυράοιδος Hdn.Gr.1.229), ὁ, ἡ,

   A one who sings to the lyre, AP7.612 (Agath.), APl.4.279:—contr. λῠρῳδός, AP6.118 (Antip.), Plu.Sull.33: Adj. -ῳδὸς ἁρμονία Callistr.Stat.7.

Greek (Liddell-Scott)

λῠραοιδός: (ᾒ λυράοιδος, Ἀρκάδ. σ. 86. 25), ὁ, ἡ, ὁ ᾄδων πρὸς λύραν, Ἀνθ. Π. 7. 612, Πλαν. 729·- συνῃρημ. λυρῳδός, Ἀνθ. Π. 6. 118· λ. γυνὴ Πλουτ. Σύλλ. 33.

French (Bailly abrégé)

p. contr. λυρῳδός;
οῦ (ὁ, ἡ)
joueur, joueuse de lyre.
Étymologie: λύρα, ἀοιδός.

Greek Monolingual

λυραοιδός, ὁ, ἡ (Α)
βλ. λυρωδός.

Greek Monotonic

λῠραοιδός: ὁ, ἡ, αυτός που τραγουδάει με συνοδεία λύρας, σε Ανθ.· συνηρ. λυρῳδός, στον ίδ., Πλούτ.