κροκοβαφής: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[κροκοβαφής]], -ές)<br />[[κροκόβαπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιτρινωπός]], [[ωχρός]] («ἐπὶ δὲ καρδίαν [[κροκοβαφὴς]] δράμε [[σταγών]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>βαφής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρνο</i>-<i>βαφής</i>, <i>κοκκο</i>-<i>βαφής</i>]. | |mltxt=-ές (Α [[κροκοβαφής]], -ές)<br />[[κροκόβαπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιτρινωπός]], [[ωχρός]] («ἐπὶ δὲ καρδίαν [[κροκοβαφὴς]] δράμε [[σταγών]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>βαφής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρνο</i>-<i>βαφής</i>, <i>κοκκο</i>-<i>βαφής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κροκοβᾰφής:''' -ές, = το προηγ.· μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. [[σταγών]], στην [[καρδιά]] μου έσταξε η χλωμή, νοσηρή [[σταγόνα]] του αίματος (που προμηνύει θάνατο), σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, = foreg., Sch.Pi.N.1.58: metaph., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κ. σταγών the
A sallow, sickly blood-drop such as might be supposed to run to the heart of dying men, A.Ag.1121 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1511] ές, dasselbe; χλαμύς Philostr. p. 888. – Auch σταγών, Aesch. Ag. 1092, vom bleich gewordenen Blute der Furchterfüllten.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
teint avec du safran, de couleur jaune.
Étymologie: κρόκος, βάπτω.
Greek Monolingual
-ές (Α κροκοβαφής, -ές)
κροκόβαπτος
αρχ.
κιτρινωπός, ωχρός («ἐπὶ δὲ καρδίαν κροκοβαφὴς δράμε σταγών», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαφής < βάπτω (πρβλ. καρνο-βαφής, κοκκο-βαφής].
Greek Monotonic
κροκοβᾰφής: -ές, = το προηγ.· μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών, στην καρδιά μου έσταξε η χλωμή, νοσηρή σταγόνα του αίματος (που προμηνύει θάνατο), σε Αισχύλ.